- ροδόχρως
- ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει ρόδινο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μολυβδό-χρως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοδόχρως — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Rhodochrosite — from Sweet Home Mine, Alma, Colorado, USA General Category Mineral species … Wikipedia
αργόχρως — ἀργόχρως ( ωτος), ο (Μ) αυτός που έχει λευκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + χρως ( ωτός) «χρώμα» (πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek